ἀνατάρασσε

ἀνατάρασσε
ἀ̱νατάρασσε , ἀναταράσσω
stir up
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναταράσσω
stir up
pres imperat act 2nd sg
ἀναταράσσω
stir up
pres imperat act 2nd sg
ἀναταράσσω
stir up
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
ἀναταράσσω
stir up
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”